εναργής

εναργής
-ές (AM ἐναργής, -ές)
1. ευκρινής, εμφανής, σαφής, καθαρός, ολοφάνερος («ἰδόντα ὄψιν ἐνυπνίου ἐναργεστάτην», Ηροδ.)
2. (για λόγο) σαφής, ευνόητος, κατανοητός («σημεῑα ἐναργέστερα», Πλάτ.)
αρχ.
1. αισθητός, ορατός («χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῑς», Ιλ.)
2. αυτός που γίνεται πολύ καλά αισθητός στη διάνοια ή την αίσθηση, ευνόητος, προφανής («διὰ τῆς ἐναργεστάτης αἰσθήσεως», Πλάτ.)
3. έξοχος, λαμπρός
4. αυτός που προεξέχει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το σύνθετο επίθετο εναργής εμφανίζει ως α' συνθετικό την πρόθεση εν και ως β' συνθετικό τ. *άργος > αργός* «λαμπρός, γρήγορος» (πρβλ. εντελής).
ΠΑΡ. ενάργεια, εναργώ
αρχ.
ενάργημα, εναργότης, εναργώδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐναργής — visible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναργής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ορατός, ολοφάνερος, καταφανής. 2. μτφ., που διαγράφεται με σαφήνεια, σαφής, τελείως νοητός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐναργῆ — ἐναργής visible neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐναργής visible masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐναργής visible masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργέστερον — ἐναργής visible adverbial comp ἐναργής visible masc acc comp sg ἐναργής visible neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργεστάτων — ἐναργής visible fem gen superl pl ἐναργής visible masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργεστέραις — ἐναργής visible fem dat comp pl ἐναργεστέρᾱͅς , ἐναργής visible fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργεστέρω — ἐναργής visible masc/neut nom/voc/acc comp dual ἐναργής visible masc/neut gen comp sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργεστέρων — ἐναργής visible fem gen comp pl ἐναργής visible masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργεστέρως — ἐναργής visible masc acc comp pl (doric) ἐναργής visible comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργεῖ — ἐναργής visible masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐναργής visible masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”